Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό πλοίο έγινε

  • 1 παιγνίδι(ον)

    τό
    1) игра; развлечение, забава;

    παιδικά παιγνίδια — детские игры;

    2) (детская) игрушка;
    3) перен. игрушка, забава;

    αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

    αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

    4) перен. орудие, игрушка;

    γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

    είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

    τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

    судно стало игрушкой волн;
    5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

    χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

    κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

    τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιγνίδι(ον)

  • 2 παιγνίδι(ον)

    τό
    1) игра; развлечение, забава;

    παιδικά παιγνίδια — детские игры;

    2) (детская) игрушка;
    3) перен. игрушка, забава;

    αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

    αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

    4) перен. орудие, игрушка;

    γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

    είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

    τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

    судно стало игрушкой волн;
    5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

    χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

    κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

    τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιγνίδι(ον)

См. также в других словарях:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»